- οξυδερκής
- ης, ες зоркий, проницательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀξυδερκής — sharp sighted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek
οξυδερκής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, (από το οξύς και δέρκομαι=βλέπω) 1. αυτός που βλέπει πολύ καλά. 2. αυτός που έχει οξεία αντίληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξυδέρκης — ὀξυδερκέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκῆ — ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστερον — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial comp ὀξυδερκής sharp sighted masc acc comp sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτων — ὀξυδερκής sharp sighted fem gen superl pl ὀξυδερκής sharp sighted masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκές — ὀξυδερκής sharp sighted masc/fem voc sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατα — ὀξυδερκής sharp sighted adverbial superl ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκέστατον — ὀξυδερκής sharp sighted masc acc superl sg ὀξυδερκής sharp sighted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδερκεστάτην — ὀξυδερκής sharp sighted fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)